Δευτέρα 27 Δεκεμβρίου 2021

Κριτική για τον «Γυάλινο κόσμο» σε σκηνοθεσία της Γλυκερίας Καλαϊτζή

 Ήμασταν εκεί για εσάς. To stellasview.gr βρέθηκε στο θέατρο Τ και παρακολούθησε την εξαιρετική παράσταση του Τένεσι Ουίλιαμς  «Γυάλινος κόσμος» σε σκηνοθεσία της Γλυκερίας Καλαϊτζή.

Ο Γυάλινος Κόσμος θεωρείται σήμερα ένα από τα σπουδαιότερα έργα του αμερικανικού θεάτρου του 20ου αιώνα. Έχει ερμηνευθεί δε, από μερικούς από τους μεγαλύτερους ηθοποιούς του αιώνα, έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και συνεχίζει να ανεβαίνει σε μεγάλες θεατρικές σκηνές σε όλο τον κόσμο. Τι είναι αυτό, ωστόσο, που συνεχίζει να συναρπάζει το κοινό σε ένα απατηλά απλό έργο ;

Ο Γυάλινος Κόσμος, πιο συγκεκριμένα, μας μεταφέρει στο Σαιντ Λιούις της Αμερικής το 1930, σε μια περίοδο όπου τα αστικά κέντρα ύστερα από το χρηματιστηριακό κραχ του 1929 έχουν γεμίσει από εργάτες που προσπαθούν αρειμανίως  να αποκατασταθούν οικονομικά και κοινωνικά. Παράλληλα,  ο παγκόσμιος αναβρασμός που μαίνεται  προοικονομεί  έναν δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο που δε θα αργήσει βεβαίως να ξεσπάσει. Κατά συνέπεια, οι επιπτώσεις του οικονομικού κραχ, η πουριτανική ηθική της Αμερικής, η επιδίωξη της τεχνολογικής ανάπτυξης και η γενικότερη  απαίτηση του κοινωνικού συστήματος για πλήρη και άνευ όρων  αποδοχή του, σκιαγραφούν το ευρύτερο κοινωνικό-πολιτικό- οικονομικό πλαίσιο της περιόδου.

Στο έργο εξιστορείται μέσα συγκεκριμένα από τις αναμνήσεις του Τομ (υποκατάστατο του Ουίλιαμς) η ζωή της οικογένειας Ουίνγκφιλντ, που την απαρτίζουν: ο γιος Τομ, η μητέρα Αμάντα και η κόρη Λώρα. Ο πατέρας τούς έχει εγκαταλείψει εδώ και αρκετά χρόνια κι εκείνοι ζουν σ’ ένα δικό τους “γυάλινο κόσμο”.

Η Αμάντα, μεγαλομανής, πάλαι ποτέ εκπάγλου καλλονή, έχει έμμονη ιδέα με τα παιδικά και νεανικά της χρόνια στον Νότο στα οποία καταφεύγει αναζητώντας ζωτική παρηγοριά και ασφαλές καταφύγιο, ωστόσο, τώρα δίνει την εικόνα της «ξεπεσμένης καλλονής», ένα μοτίβο που επανέρχεται μάλιστα σε πολλά έργα του συγγραφέα. Ταυτόχρονα, ονειρεύεται ένα καλύτερο μέλλον για τα παιδιά της, το οποίο προσπαθεί να επιβάλει, ωστόσο, η περιρρέουσα ατμόσφαιρα είναι ζοφερή.

Η Λώρα είναι ένας χαρακτήρας του Ουίλιαμς που βασίζεται στην αδελφή του, Ρόουζ η οποία είχε διαγνωστεί με πρώιμη άνοια και ήταν γνωστό ότι είχε σοβαρές κρίσεις υστερίας, παράνοια, κατάθλιψη από την ηλικία των είκοσι επτά. Η Λώρα Ουίνγκφιλντ, δραπετεύει από την πραγματικότητα της ζωής της, λόγω του συμπλέγματος κατωτερότητας που την κατατρύχει. Είναι ΑμεΑ και μεγεθύνει το ζήτημα με το πόδι της ως λόγο για να αποστασιοποιηθεί από την κοινωνία και να δημιουργήσει το δικό της φανταστικό και διαρρήδην λειτουργικό για την ίδια κόσμο της, από γυάλινα ζωάκια, παρά τις οξείς αντιδράσεις της μητέρας της, Αμάντα.

Ο κύριος, ωστόσο, ρόλος του έργου είναι ο Τομ Ουίνγκφιλντ, ο οποίος ξεφεύγει από τη μίζερη πραγματικότητα της ζωής του καταφεύγοντας στο σινεμά και την ποίηση. Λατρεύει τις περιπέτειες και θέλει να ακολουθήσει την πορεία του απόντος πατέρα του, ακόμα και αν αυτό απαιτεί το να εγκαταλείψει και εκείνος τις γυναίκες της ζωής του. Thomas ήταν επίσης το πραγματικό όνομα του Ουίλιαμς, και το όνομα Tom, προερχόμενο από το ελληνικό όνομα Θωμάς, σημαίνει δίδυμος – καθιστώντας έτσι τον Τομ παρένθετο ρόλο όχι μόνο για τον Ουίλιαμς αλλά ενδεχομένως και για το κοινό. Αυτός είναι το μάτι μας λοιπόν στην οικογένεια των  Ουίνγκφιλντ. Το δίλημμα του αποτελεί, άλλωστε την κεντρική σύγκρουση του έργου, καθώς ο ίδιος αντιμετωπίζει μια αγωνιώδη επιλογή μεταξύ της ευθύνης για την οικογένειά του και της δικής του ζωής.

Οι συγκρούσεις ειδικότερα του Τομ (που δουλεύει σε μια χαμαλοδουλειά προκειμένου να συντηρήσει την οικογένειά του) με τη μητέρα του φέρουν το κομμάτι εκείνο της ζωής του Τένεσι Ουίλιαμς που αναλωνόταν σε κάποιο εργοστάσιο παπουτσιών μέχρι να βρει τον δρόμο του. Φέρουν όμως και το κομμάτι του κάθε ονειροπόλου που καταφεύγει στο σκοτάδι όταν το φως, του απαγορεύει να ζήσει τα όνειρά του.Ο διακαής εντούτοις πόθος του Τομ να αποδράσει από τις οικογενειακές υποχρεώσεις στις οποίες έχει επωμιστεί με την εκούσια φυγή του πατέρα του, λειτουργεί ενοχικά για τον ίδιο. Η Λώρα είναι μάλιστα εκείνη, που τον ισορροπεί, η μητέρα τους, ωστόσο, είναι εκείνη που απαιτεί: ο αδερφός οφείλει λοιπόν πρώτα σύμφωνα με τη μητέρα τους να βρει ένα γαμπρό για την αδερφή του και μετά να φύγει και να ζήσει τα όνειρά του. Έτσι ο Τομ καλεί έναν συνάδελφό του, τον Τζιμ στο σπίτι. Όλη η οικογένεια στρέφει ως εκ τούτου την ελπίδα της στον Τζιμ, έναν επισκέπτη από τον έξω κόσμο, με τον οποίο είχε ένα σύντομο  φλερτ στο παρελθόν η Λώρα.

Τα ήδη λιμνάζοντα νερά της οικογένειας έρχεται λοιπόν να ταράξει ένας όμορφος, καθ’ όλα φυσιολογικός νέος, υπέρμετρα φιλόδοξος που επενδύει στο μέλλον και στην προσωπική του ανάπτυξη με ό,τι πιο μοντέρνο, θέτοντας στόχους πολύ συγκεκριμένους, ο Τζιμ. Η έλευση του φίλου και συναδέλφου του Τομ, κάνει ως εικός πανευτυχή την Αμάντα. Η υπόστασή της λαμβάνει νόημα εκ νέου. Όταν, εντούτοις, η Λώρα συνειδητοποιεί ότι ο καλεσμένος είναι ο εφηβικός της έρωτας, φοβάται να παρουσιαστεί. Τούτο φυσικά προκαλεί την άγρια αντίδραση της μητέρας. Ο Τομ αποκαλύπτει στη συνέχεια στον Τζιμ ότι έβγαλε ναυτικό δελτίο για να φύγει αντί να πληρώσει το ρεύμα. Όταν, ωστόσο, τα φώτα σβήνουν μένουν μόνοι τους ο Τζιμ και η Λώρα. Τότε ο Τζιμ θυμάται τη Λώρα και τη φλερτάρει, κάνοντάς την να αισθανθεί για πρώτη φορά ευτυχισμένη και απαλλαγμένη από τις φοβίες της. Όμως στο τέλος της αποκαλύπτει τον πραγματικό του έρωτα με μια άλλη κοπέλα, που του έδωσε δύναμη να αλλάξει και να ξεπεράσει τις δικές του φοβίες. Ύστερα από αυτό ο Τζιμ αποχωρεί αφήνοντας σύξυλη την Αμάντα και απαρηγόρητη τη Λώρα. Η μητέρα στη συνέχεια κατηγορεί τον Τομ για την άγνοιά του.

Τα πάντα λοιπόν γκρεμίζονται, καθώς εκείνος διαλύει τις γυάλινες και εύθραυστες αυταπάτες τους κι έτσι επανέρχονται στη σκληρή πραγματικότητα. Το έργο έπειτα τελειώνει με την πραγματοποίηση του ονείρου του Τομ να δραπετεύσει, να ζήσει μια καινούργια ζωή. Η Λώρα όμως μένει μέσα του για πάντα…

Ο συγγραφέας χρησιμοποιώντας ψυχαναλυτικά μοτίβα μας δίνει εύκολα το δίπολο του έργου. Από τη μια, το συναίσθημα και τα «θέλω», και από την άλλη το ηθικό, θεσμικό και κοινωνικό «πρέπει». Το αποτέλεσμα ήταν ένα συγκροτημένο παζλ με προσθαφαιρέσεις απολύτως αφομοιωμένες που εναρμονίζει έντεχνα πλοκή, δράση και χαρακτήρες. Στην έξοχη μάλιστα μετάφραση του έργου από τη Γλυκερία Καλαϊτζή, διατηρήθηκαν δύο πολύ βασικά στοιχεία που διαφοροποιούν τον λόγο, ο ρυθμός και η ποιητικότητά του.

Μέσα σε αυτό λοιπόν το πλαίσιο, ενός διττού ρόλου, επέλεξε η Γλυκερία Καλαϊτζή τον Χρήστο Παπαδόπουλο να σηκώσει στους ώμους του δυο μεγάλα βάρη. Τον εξαιρετικά απαιτητικό ρόλο του Τομ, αλλά και τη μεγάλη διαφορά ηλικίας σε σχέση με τον γιο Τομ που αλληλεπιδρά με τη μητέρα Αμάντα και την αδερφή του Λώρα. Ο Τομ αφηγείται και συμμετέχει στο έργο. Ο μεγαλύτερος Τομ θυμάται τα νεανικά του χρόνια και στη συνέχεια γίνεται νεότερος Τομ, ο οποίος συμμετέχει στη δράση, σε σκηνές από τα νεανικά του χρόνια. Ο Παπαδόπουλος κατορθώνει όχι μόνο να βγει αλώβητος από τα βάρη αυτά, αλλά να δημιουργήσει επί σκηνής έναν Τομ – αφηγητή συμπαθή, και ίσως πιο πολυεπίπεδο από αυτόν που θα είχε φανταστεί ο Ουίλιαμς, που προκαλεί τη συγκίνηση του θεατή, παρά την ίσως όχι και τόσο κοινά αποδεκτή τελική του πράξη. Η ερμηνεία του είναι το δίχως άλλο στιβαρή, ενώ με την ορθά τοποθετημένη κινησιολογικά παρουσία του και την κρυστάλλινη και ανάλογα χρωματισμένη φωνή του στα συναισθήματα που βιώνει ο Τομ, απέδωσε τον συγκρουσιακό, ενοχικό και απροσάρμοστο Τομ με περισσή άνεση και αξιοθαύμαστη ενάργεια.

Η Γιώτα Φέστα ως Αμάντα είναι χάρμα ιδέσθαι. Η Aμάντα είναι ο πιο εξωστρεφής χαρακτήρας του έργου, και σίγουρα από τους πιο ποθητούς γυναικείους ρόλους στο σύγχρονο δράμα. Η συνεχής γκρίνια της στον Τομ και η έντονη άρνησή της να δει τη Λώρα, όπως είναι πραγματικά, είναι σίγουρα κατακριτέα, αλλά αποκαλύπτει επίσης μια τεράστια προθυμία να θυσιαστεί για τους αγαπημένους της, που είναι κατά πολλούς τρόπους απαράμιλλος στο έργο. Έχει υποβάλει τον εαυτό της στην ταπεινωτική αγγαρεία των πωλήσεων συνδρομών, προκειμένου να βελτιώσει τις προοπτικές του γάμου της Λώρας, αγόγγυστα σχεδόν, ειδικά αν σκεφτεί κανείς ότι είναι η τυπική Νότιο Αμερικάνα αριστοκράτισσα “belle”. Η Φέστα ισορροπεί αυτήν την υστερία και τη φιλαυτία της Αμάντα, αποκαθαρμένη εν πολλοίς από ενζενί στοιχεία, αφήνοντας την αγάπη για τα παιδιά της να φανεί και να εκδηλωθεί πέρα και πάνω από την προσωπική της απογοήτευση και το τέλμα στο οποίο περιήλθε μετά τον γάμο της. Το βλέμμα της Γιώτας Φέστα, οι κινήσεις της, η αεικίνητη παρουσία της επί σκηνής συνθέτουν μια Αμάντα που ενσαρκώνει την πλήρη διάλυση του αμερικάνικου ονείρου, χωρίς όμως να χάνει ίχνος από την υποβόσκουσα στοργικότητά της προς τα παιδιά της. Είναι μια εξαιρετικά γοητευτική, και αψεγάδιαστη Αμάντα.

Η Κατερίνα Συναπίδου παρουσιάζει με ευαισθησία και λεπτότητα τη Λώρα, παρουσιάζοντάς την εύθραυστη και συνεσταλμένη αρκούντως πειστικά, ενώ ο Δημήτρης Κρίκος, ευειδής και άνετος, με την ερμηνεία του ως Τζιμ καταφέρνει να φέρει τον αέρα αλλαγής που επιζητά η Αμάντα για το σπιτικό της. Είναι εξαιρετικός στις εξάρσεις του, με ακριβείς δόσεις συναισθηματισμού όπου απαιτείται.

Η σκηνοθεσία της Γλυκερίας Καλαϊτζή είναι ρεαλιστική. Αφαίρεσε πιο συγκεκριμένα το έντονα καταρχήν ποιητικό – ονειρικό χαρακτήρα του έργου, και παρουσίασε θα λέγαμε πιο «γειωμένους» τους ήρωες, με όλα τους τα προβλήματα και τη ζωτική ανάγκη τους για διαφυγή από την πραγματικότητα – ο καθένας με τον δικό του τρόπο. Τόνισε δε, σε σημαντικό βαθμό το αδιέξοδο των ηρώων της, και οι συνήθως μεγάλες απαιτήσεις από τους ερμηνευτές της έπιασαν το δίχως άλλο τόπο. Με τη χρήση δε, βιντεοπροβολών πάνω στο διάφανο πανί, τη διάφανη ανάμνηση του Τομ, μας ταξίδεψε στην Αμερική του 1930 αλλά και με ευρηματικό τρόπο διεύρυνε τον χρόνο και τον τόπο του έργου και εκτός του σπιτιού των Ουίνγκφιλντ.

Ο ίδιος ο συγγραφέας ζητά να υπάρχει στο σκηνικό, μια σιδερένια σκάλα κινδύνου, ίσως γιατί όλοι στην οικογένεια έχουν μια διέξοδο, μια δική τους «σκάλα κινδύνου», απαίτηση που σεβάστηκε απόλυτα η Ευαγγελία Κιρκινέ. Με την είσοδό σου μάλιστα, τα έξοχα σκηνικά της Κιρκινέ σε εισάγουν σε μια κινηματογραφική αίθουσα. Εκεί σε περιμένει ο Τομ καθισμένος σε μια σειρά καθισμάτων και γύρω του να δεσπόζουν ευτάκτως ερριμμένα σχετικά αντικείμενα του σινεμά. Το κινηματογραφικό κάδρο δίκην παραπετάσματος που περικλείει τη σκηνή αντιπροσωπεύει τον ξεθωριασμένο και χαραγμένο από την αχλή του χρόνου πίνακα, εκεί που οι μνήμες και τα πρόσωπα ζωντανεύουν και στοιχειώνουν την ενοχική συνείδηση του Τομ, αναμιγνύοντας τη γλυκύτητα της ανάμνησης με την τραχύτητα του οδυνηρού παρελθόντος.

Εξάλλου, ο Γυάλινος Κόσμος είναι πρωτίστως ένα έργο μνήμης. Και όπως η μνήμη κάνει ευρεία χρήση ποιητικής αδείας, έτσι και το νέο του ανέβασμα στο θέατρο Τ μας καλεί να ξεχάσουμε αυτό που έχουμε δημιουργήσει ως μνήμη με το μυαλό μας, και να δημιουργήσουμε μια νέα ανάμνηση με την καρδιά, παραλείποντας, κατά τα λεγόμενα του Ουίλιαμς, κάποιες λεπτομέρειες και διογκώνοντας κάποιες άλλες. Είναι σίγουρα μια παράσταση που πρέπει το δίχως άλλο να δει κανείς.

Ιδιαίτερη μνεία αξίζει φυσικά στους υπόλοιπους συντελεστές της παράστασης οι οποίοι συνέβαλλαν τα μέγιστα στη διεκπεραίωση του δύσκολου αυτού εγχειρήματος. Πιο συγκεκριμένα,τα προσεγμένα κουστούμια της Μαρίας Καραδελόγλου, οι εύστοχοι και δηλωτικοί φωτισμοί του Κώστα Σιδηρόπουλου και η υποβλητική μουσική του Μάκη Καραδελόγλου συνεπικούρησαν και αγλάισαν το τελικό έξοχο αποτέλεσμα.

Κριτική: Ευθύμιος Ιωαννίδης

Δημοσιεύτηκε
19/10/2018 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου