Δευτέρα 27 Δεκεμβρίου 2021

Κριτική για το “Περιμένοντας τον Γκοντό” από την ομάδα “Σημείο μηδέν”

 Ήμασταν εκεί για εσάς, στην παράσταση «Περιμένοντας τον Γκοντό»  σε σκηνοθεσία του Σάββα Στρούμπου  και παρακολουθήσαμε μια εξαιρετική μεταφορά του εμβληματικού έργου του Σάμιουελ Μπέκετ.  Η παράσταση ανέβηκε στο πλαίσιο του 53ου  Φεστιβάλ Δημήτριων στο Θέατρο Αυλαία  στις 7 και 8 Οκτωβρίου 2018.

Με μια εξαιρετική σεζόν στις αποσκευές της, στη διάρκεια της οποίας παρουσίασε τον β΄ κύκλο παραστάσεων του έργου «Τρωάς» του Δημήτρη Δημητριάδη και τα «Θραύσματα από τον Κάφκα» του Γκέοργκ Κούρταγκ, η ομάδα Σημείο Μηδέν δίνει στους θεατρόφιλους έναν καλό λόγο να επιστρέψουν στους κλασικούς, μέσα από τη δική της αναμέτρηση με το ανυπέρβλητο υλικό του «Περιμένοντας τον Γκοντό», του Σάμουελ Μπέκετ.

Το έργο  «Περιμένοντας τον Γκοντό»  πρωτοπαρουσιάστηκε το 1953, αφήνοντας το κοινό και τους κριτικούς σκεπτικούς και διχασμένους. Το σίγουρο είναι ότι κανείς δε συνειδητοποίησε την τομή που θα αποτελούσε για το σύγχρονο θέατρο. Ολόκληρο, άλλωστε, το έργο κλείνεται στον τίτλο του, στην απελπισία της διάρκειας και της ατέρμονης επαναληπτικότητας που δίνει η μετοχή του ενεστώτα «περιμένοντας». Το έργο διαδραματίζεται σε μια αόριστη εξοχή, στη φύση, ωστόσο, όχι σε μια φύση θαλερή, αλλά σε ένα τοπίο φτωχό, στεγνό, πνιγηρά άδειο, στο οποίο δεσπόζει  ένα και μοναδικό δέντρο.

Ο Ντίντι και ο Γκόγκο  ( Βλαντιμίρ και Εστραγκόν αντίστοιχα), οι δύο κεντρικοί του χαρακτήρες του έργου, είναι δύο φερέοικοι, που περιφέρονται άσκοπα στη διάρκεια της μέρας και λίγο πριν από την έλευση της νύχτας, καταλήγουν σε ένα συμπεφωνημένο σημείο όπου περιμένουν τον ερχομό ενός κάποιου μυστηριώδους κυρίου Γκοντό, ο οποίος, όμως, ποτέ δεν έρχεται αλλά αντ’ αυτού έρχεται πάντα κάποιο παιδί που τους ενημερώνει πως ο κύριος Γκοντό δε θα έρθει σήμερα, οπωσδήποτε, όμως, θα έρθει αύριο. Περιμένουν λοιπόν  τον Γκοντό έξω από την Ιστορία, έχοντας γυρίσει ουσιαστικά την πλάτη στην Ιστορία.  Το άχρονο μάλιστα  της φύσης, η διαρκής επανάληψη των κύκλων της φύσης, των αναμενόμενων σχεδόν μοιραίων αλλαγών τόσο που να καταργούν την ίδια την έννοια της αλλαγής τονίζουν ακόμη περισσότερο το πρόβλημα του χρόνου στο έργο.

Οι δυο ήρωες είναι ως εκ τούτου παγιδευμένοι σε μια αιώνια επανάληψη της οποίας σχεδόν δεν έχουν συνείδηση. Έρχονται έτσι στο ίδιο σημείο και περιμένουν ποιος ξέρει από πότε.  Έρχονται και περιμένουν, σχεδόν χωρίς μνήμη, μακριά από τον πραγματικό κόσμο των ανθρώπων.  Αθύρματα προγονικών προκαταλήψεων και πιέσεων από την ατμόσφαιρα της εποχής, αλλά κυρίως θύματα του φόβου (= δέους) εξίσου ή και περισσότερο (περισσότερο, αναμφήριστα) από τον Γκοντό περιμένουν διακαώς την πολυπόθητη έλευσή του. Καμιά, ωστόσο, αλλαγή δεν πρόκειται να ταράξει τη θεμελιωμένη επανάληψη, καθώς δεν υπάρχει εξέλιξη ούτε καν στην απελπισία τους. Ο κόσμος τους δεν είναι, άλλωστε, κόσμος πράξεων.

Στο “Περιμένοντας τον Γκοντό” η πράξη είναι καταργημένη, έχει αντικατασταθεί από τα λόγια που υποδηλώνουν την επιθυμία της, αλλά σε όλη τη διάρκεια του έργου δεν υπάρχει πράξη.  Μιλούν συχνά μέσα από τους  θραυσματικούς και σύντομους διαλόγους τους για τον θάνατο, σκέφτονται ως λύση την πιθανότητα της αυτοκτονίας, αλλά δεν την τολμούν, τσακώνονται για τη σχέση τους, δείχνουν να επιθυμούν να χωρίσουν τους δρόμους τους, αλλά οχυρώνονται πίσω από εύθραυστες προφάσεις και βυθίζονται ολοένα και πιο πολύ στην πάντα επικείμενη και πάντα αναστελλόμενη άφιξη του Γκοντό. Δε θα μάθουμε βέβαια ποτέ με ακρίβεια, ποιος είναι τελικά ο Γκοντό. Είναι μια λέξη α-νόητη και ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο μπορεί να της προσδώσει ο καθένας το νόημα που επιθυμεί να της προβάλλει.

Και τι νόημα έχουν όλα αυτά; Γιατί το έργο αυτό είναι τόσο στατικό εντέλει; Ποιος είναι ο Γκοντό και γιατί αποκτά τόσο σημαντικό νόημα για αυτούς; Έχει προταθεί από ερμηνευτές ότι ο Γκοντό είναι ο ίδιος ο Θεός, η έλευση του οποίου θα επιφέρει τη λύτρωση από την απελπισία της απουσίας νοήματος. Η ερμηνεία αυτή υποστηρίζεται – πέρα από το εσχατολογικό νόημα που αποκτά το πρόσωπο του Γκοντό στο έργο – και από την ετυμολογική εγγύτητα του ονόματος Godot με την αγγλική λέξη God.

Αλλά η ερμηνεία αυτή είναι, βέβαια, το δίχως άλλο, πολύ στενή για ένα έργο τόσο βαθύ. Ο ίδιος ο Beckett υποδείκνυε άλλωστε ότι το ουσιώδες δεν είναι να σκεφτεί κανείς πάνω στον Γκοντό, αλλά στο περιμένοντας του τίτλου. Εξάλλου, ισχυριζόταν ότι το όνομα Γκοντό προέκυψε από τον συνδυασμό των λέξεων godillot (αρβύλα) και godasse (παπούτσι), υπογράμμιζε δηλαδή τη βαθιά σύνδεση των χαρακτήρων – συμπεριλαμβανομένου του Γκοντό – με τη γη και όχι με το επέκεινα.

Στον Γκοντό, ωστόσο, υπάρχουν άλλα δύο πρόσωπα, ο Πόντζο και ο Λάκυ, ένα ζεύγος αφέντη και δούλου, που η είσοδός τους στη σκηνή δημιουργεί για μια στιγμή την υποψία ενός γεγονότος, πλην όμως σύντομα φαίνεται πως κaι αυτοί αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της αέναης επανάληψης. Ο Πόντζο είναι ο κύριος και ο Λάκυ είναι ο αχθοφόρος-δούλος, μονίμως συνδεδεμένος με τον κύριο του από ένα σχοινί, ο οποίος δε διαμαρτύρεται καθόλου για τα βασανιστήρια που υφίσταται. Παρά τη φαινομενική, εντούτοις, εξάρτησή του ο Λάκυ είναι τω όντι Lucky (= τυχερός), διότι έχει στερηθεί αυτοβούλως την ελευθερία του, και άρα έχει απαλλαγεί από την πιεστική ανάγκη της ανεύρεσης του νοήματος της ζωής. Ούτε όμως ο Πόντζο, είναι πραγματικά ελεύθερος διότι ως εξουσιαστής εξαρτάται από την ύπαρξη του εξουσιαζομένου και δίχως αυτόν, δεν υπάρχει και ο ίδιος. Ο Πόντζο και ο Λάκυ συγκροτούν ως εκ τούτου από κοινού ένα ζεύγος αλληλοσημάνσεων που επανέρχονται περιοδικά στη διάρκεια του έργου. Αυτή μάλιστα  η περιοδικότητα υποδηλώνει την – πάλι εγελιανής καταγωγής – επανάληψη της ιστορίας, όμοιας αλλά και διαφορετικής, ανίκανης να ενθυμηθεί και να διαθέτει συνείδηση του εαυτού της, εξ ου και το ότι η επαναφορά τους δε γίνεται συνειδητή από τους ίδιους παρά μόνο από τον Βλαδίμηρο και τον Εστραγκόν.

Ο Πόντζο και ο Λάκυ τραβούν έτσι  μπροστά στον ατέρμονο και μάταιο δρόμο τους όντας και οι ίδιοι καθηλωμένοι στον χρόνο, διότι η επανάληψη δε συνιστά χρόνο, δημιουργώντας, όμως, με την επαναλαμβανόμενη έλευσή τους, χρόνο στον Βλαδίμηρο και τον Εστραγκόν, οι οποίοι με τη σειρά τους, καθώς συνειδητοποιούν την τραγική απουσία του χρόνου, έχουν επιτακτική ανάγκη να δημιουργήσουν χρόνο για τους ίδιους και να εξέλθουν από την ακινησία της ύπαρξής τους. Έτσι, μέσα από την περιπλοκή των σχέσεων του Βλαδίμηρου και του Εστραγκόν, του Πόντζο και του Λάκυ και όλων μαζί με τον Γκοντό, αναδεικνύεται το βασικό θέμα του κειμένου, δηλαδή η χρονικότητα του ανθρώπου.

Ο Στρούμπος ξέφυγε από την πεπατημένη οδό και μας πρόσφερε μια ιδιαίτερη σκηνοθετική οπτική του έργου. Πιο συγκεκριμένα, τους ρόλους του Λάκυ και του Πόντζο υποδύθηκαν δύο γυναίκες ηθοποιοί. Τα σκηνικά του Ηλία Παπανικολάου  ήταν λιτά,  ωστόσο, άκρως συμβολικά, ενώ δέσποζαν οι διάσπαρτες αρβύλες, τις οποίες κράδαιναν και χρησιμοποίησαν και ως καπέλο, εστιάζοντας  ως εκ τούτου στην ερμηνεία του Μπέκετ για την ετυμολογική προέλευση της λέξης του Γκοντό.

Ο Σάββας Στρούμπος, είδε πιο συγκεκριμένα στο έργο τα κωμικά καταρχήν στοιχεία του ιδιαίτερου αυτού έργου, υπερτονίζοντάς τα. Μας πρόφερε έτσι έναν Γκοντό, αρκετά κωμικό, με πολλά κωμικά εν γένει ιντερμέδια, με αποτέλεσμα να μπορούμε να πούμε πως παρουσίασε τον Γκοντό σε ύφος καταρχήν βωντβίλ.

Πιο αναλυτικά, ο Χρήστος Γκοντογιώργης παρουσίασε τον Εστραγκόν στα πρόθυρα της τρέλας, προφανώς από την ατέρμονη και αδιέξοδη αναμονή, η οποία έχει αφήσει πάνω του τα αδυσώπητα ίχνη της. Ήταν εξαίσιος, με τις κατάλληλες κορυφώσεις, ενώ με το διεισδυτικό του βλέμμα που προσιδίαζε  σε βλέμμα σαλεμένου ανθρώπου, ο οποίος είναι στα πρόθυρα της άνοιας κατάφερε να μας προσφέρει πηγαίο  γέλιο. Ο Κωνσταντίνος Γωγούλας στον ρόλο του Βλαντιμίρ ήταν στιβαρός, δυναμικός, και άκρως πειστικός, ο οποίος κουβαλούσε σαν άλλος Σίσσυφος βράχο στους ώμους του τον “διαταραγμένο ψυχικά” από την αέναη αναμονή σύντροφό του.

Η Εβέλυν Ασουάντ και η Έλλη Ιγγλίζ ερμήνευσαν με δεξιοτεχνία τον Πόντζο και τον Λάκυ αντίστοιχα και από κοινού το παιδί. Η κίνηση ιδίως των δύο αυτών συμπρωταγωνιστριών ήταν εξαίρετη. Στους φωτισμούς ο Κώστας Μπεθάνης, αποδείχτηκε πολύ ικανός. Πρόκειται σε γενικές γραμμές για έναν Γκοντό αποκαθαρμένο καταρχήν από τα κλοουνίστικα και τα βιβλικά στοιχεία, ο οποίος εστίαζε ως επί το πλείστον στα κωμικά στοιχεία του!

Το τέλος της παράστασης ήταν τω όντι διθυραμβικό: Οι δύο πρωταγωνίστριες ως παιδί, να αναγγέλλουν πως ο Κύριος Γκοντό δε θα εμφανιστεί σήμερα, αλλά οπωσδήποτε αύριο! Η Έλλη Ιγγλίζ ειδικότερα, κραδαίνοντας μάσκα γελούσε ασθματικά  στην απονενοημένη προσπάθεια των δυο ηρώων να ξεφύγουν από τον Γκοντό, ενώ συγχρόνως η Έβελυν Ασουάντ ερμηνεύοντας με την πολύ καλή φωνή της ένα λυπητερό vocalise, σφράγιζε την αδυσώπητη στατική μοίρα των δύο ηρώων, οι οποίοι όσο και αν προσπαθούν δεν πρόκειται να ξεφύγουν από τον άχρονο, αιώνια αναμενόμενο και τόσο γοητευτικό μυστηριώδη κύριο Γκοντό. 

Κριτική: Eυθύμιος Ιωαννίδης

Δημοσιεύτηκε
09/10/2018 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου