Δευτέρα 27 Δεκεμβρίου 2021

Αναστασία Γκίτση:” Όποιος συνεχίζει να ανασαίνει ποιητικά σε καιρούς ασθματικούς όπως (και) τους δικούς μας αξίζει να φέρει τον τίτλο του ποιητή”

Ενεργεία θεολόγος και βραβευμένη ποιήτρια η Αναστασία Γκίτση, δεν είναι απλώς μία, μεταξύ άλλων πολλών, αλλά μία, μεταξύ άλλων πολλών, που κινείται, αφουγκράζεται, ενίοτε ξαφνιάζεται και εν τέλει επιχειρεί με δεξιοτεχνία να εναρμονίζεται με τον ρυθμό της ποίησης,  του κόσμου, την ανάσα του δημιουργού του και κατ΄ επέκταση με τα νάματα  της θεολογίας. Συνομιλήσαμε μαζί της με σκοπό να τη γνωρίσουμε καλύτερα. Μέσα δε, από αυτήν τη συνέντευξη, η γνωστή ποιήτρια μας μιλά για την ποίηση, τον ρόλο των κριτικών, αλλά και για τις αλλαγές του μαθήματος των θρησκευτικών στα σχολεία μας.

Με σπουδές στη θεολογία και μεταπτυχιακές σπουδές στο εξωτερικό η ποίησή σας επιχειρεί καταρχήν να προσεγγίζει τον έρωτα ως μυστηριακό γεγονός, γεφυρώνοντας άρρητες υπαρξιακές ή θεολογικού τύπου ανησυχίες του είναι μας, φέρνοντας σε επαφή τα ουράνια με τα γήινα. Θεωρείτε πως ο συγγραφέας γεννά το έργο ή το έργο τον συγγραφέα;

“Η λέξη μας δε λέγεται δε λέγεται, δεν καταγράφεται η ψυχή μας» γράφει ο ποιητής Γιώργος Θέμελης, γνωρίζοντας καλά ότι η αποτύπωση του πόθου της ανθρώπινης ψυχής επί χάρτου γίνεται επίπονα, καθώς δε βρίσκονται εύκολα οι λέξεις. Η ψυχή φέρει σαφώς το δικό της γλωσσικό φορτίο, δεν παύει, ωστόσο, να προσπαθεί να περιγράψει αυτό που την ξεπερνάει, διαρρηγνύοντας τα περιορισμένα και περιοριστικά της τοιχώματα, υπακούοντας στην ορμητική τάση του ανθρώπου να μιλήσει για την Απόλυτη σιωπή που την ονομάζει Θεό και Δημιουργό της. Η επαφή δεν είναι απρόσωπη, η συνάντηση δεν είναι αφηρημένη, είναι κατ’ επιλογήν προσωπική. Αναφέρω εδώ ένα απόσπασμα από τη σκέψη του Χρήστου Γιανναρά που το εξηγεί απλά: «Τότε τι περιμένω στην κάθε γωνία του δρόμου, σε κάθε καμπή λόφου, γιατί περπατώ ασταμάτητα ζητώντας αυτό που θα φανεί πίσω από μια γωνιά και πέρα από τον λόγο; Μέσα στην ερημιά του κόσμου τι καρτερώ;» Εδώ έγκειται και η μυστηριακή σχέση του προσώπου με τον δημιουργό του. Στο σημείο συνάντησης ύστερα από πολύπαθη αναζήτηση του ενός προς τον άλλον. Εδώ και το σημείο του ερωτικού τους δεσμού. Φυσικά υπάρχουν και λογοτεχνικά έργα που δεν προϋποθέτουν την ύπαρξη ή την αναζήτηση του θείου. Εμπεριέχουν, ωστόσο, τη διακαή τάση του συγγραφέα/ποιητή για συνάντηση με αυτό που τον ξεπερνάει και τον οδηγεί στη γέννα ενός συγκεκριμένου λεκτικού δημιουργήματος, το οποίο ο χρόνος θα σμιλεύσει και θα προσδιορίσει την αξία και τη θέση του στον τεράστιο καμβά του ανθρώπινου πνεύματος.

Είστε ενεργός πολίτης και συμμετέχετε σε πολλά εγνωσμένου κύρους πολιτιστικά δρώμενα. Μάλιστα συνδυάζετε με αγαστό τρόπο την ποίηση με άλλες μορφές τέχνης, όπως τη γλυπτική, τη μουσική, τη φωτογραφία. Ποιο είναι το μήνυμα που θέλετε να περάσετε στο κοινό με τα έργα σας;

Το 2005 δημιουργήσαμε από κοινού με την εικαστικό Αναστασία Παπαθανασίου και τον μουσικό Ηλία Χατζόγλου το καλλιτεχνικό τρίπτυχο SYGORMA, όπου ο λόγος, ο ήχος και η εικόνα αλληλοσυμπληρώνονται αρμονικά σε κοινά projects. Άλλοτε εικαστικά, άλλοτε θεατρικά, άλλοτε συναυλιακά, παρουσιάζουμε την τέχνη στον δέκτη-άνθρωπο ερεθίζοντας όλες του τις αισθήσεις, καθώς μουσική, εικόνα και ποίηση δίδονται ταυτόχρονα και πρισματικά σε σύντομο χρονικό διάστημα. Η εναρμόνιση της λέξης με τον ήχο, την εικόνα, την κίνηση, ακόμη και με τη σιωπή (sound_poetry / photo_poetry / performances / αυτοσχεδιαστικά ηχοτοπία / tableau vivant σε video art projects κ.ά) μεταλλάσσει την εκφορά του ίδιου πάντα λεκτικού συνόλου, χωρίς να αναιρεί τον αρχικό του σημασιακό πυρήνα. Συναντήσεις με ακάματους υπερασπιστές της τέχνης, όπως τις εικαστικούς Ζέφη Αθανασοπούλου και Ράνια Φραγκουλίδου, τον φωτογράφο Θανάση Ράπτη, τη γλύπτρια Μαγδαληνή Σίγα, τη σκηνοθέτρια Σμαρώ Πλατιώτη, την ηθοποιό Νόπη Ράντη, τον λυρικό μουσικό Γρηγόρη Πυριαλάκο σε κοινά projects είχαν ως στόχο να καλέσουν τον εκάστοτε θεατή, ακροατή, αναγνώστη να γίνει συνδημιουργός. Εν ολίγοις, να λειτουργήσει διαδραστικά στο όλο καλλιτεχνικό εγχείρημα και να βιώσει ολιστικά το ερέθισμα, μεταπλάθοντάς το, ανάλογα φυσικά με τα προσωπικά αισθητικά του κριτήρια, σε μήνυμα πολλαπλών αποχρώσεων.

Ανεξαρτήτως χωρών, ένα καταρχήν διατοπικό χαρακτηριστικό της ποίησης είναι ότι θεωρείται παραμελημένο λογοτεχνικό είδος. Ο Γιαν Βάγκνερ έχει γράψει ότι στην καλύτερη περίπτωση αντιμετωπίζεται σαν ένας «αξιαγάπητος αναχρονισμός». Ήταν πιστεύετε πάντοτε έτσι;

Αν όπως την προσδιορίζει ο Χόρχε Λούις Μπόρχες η «Ποίηση είναι η έκφραση του ωραίου, διαμέσου λέξεων περίτεχνα υφασμένων μεταξύ τους» τότε εμπεριέχεται, οστεώνεται και συνυπάρχει αέναα με το ωραίο, χρησιμοποιώντας πολυκαιρισμένες λέξεις, προσφέροντάς τες ωστόσο σε νέα ύπαρξη και σημασία. Αν θελήσουμε να αναζητήσουμε τις απαρχές μιας «οργανωμένης ποίησης» σε αντιδιαστολή με την αυθόρμητη-ασυναίσθητη ποίηση του ανθρώπου από καταβολής του, θα πρέπει ν’ ανατρέξουμε στις επικλήσεις ιερατικού χαρακτήρα του αρχέγονου ανθρώπου ή των αρχέγονων κοινοτήτων. Σχηματικά αναφέρω τα ποιήματα της En Hedu’ Anna, που δεν είναι παρά ιερές εντολές, ύμνοι αφιερωμένοι στον Θεό του φεγγαριού, αρχιέρεια του οποίου ήταν η ίδια. Το έπος του Γκίγκλαμες (2700-2450 π.Χ.), του αρχιερέα της πόλης Ουρούκ. Τα κείμενα των πυραμίδων (2600 π.Χ.), από τα αρχαιότερα δείγματα λυρικής ποίησης με περιεχόμενο θρησκευτικό (επικλήσεις σε Θεούς και προσευχές σε βασιλιάδες). Και φυσικά οι Ψαλμοί. Με την ποίηση, ο άνθρωπος, προχώρησε στην αποτύπωση της ψυχικής του ευφορίας ή αγωνίας, στη λεκτική εγχάραξη του ψυχικού του αλαφιάσματος, στην περιγραφή του οποίου αισθάνεται πάντα ανέτοιμος κι ανεπαρκής. Η προτεραιότητα εξάλλου και η ιδιοτυπία της ποίησης έγκειται στο γεγονός ότι τα ποιήματα φανερώνουν σε μεγάλη αναλογία πολλά από τα χαρακτηριστικά της προφορικής προ-λογοτεχνικής σύνθεσης. Αυτό δηλαδή που με μεστό τρόπο θα πει ο Έζρα Πάουντ: «η ποίηση είναι η πιο πυκνή μορφή προφορικής έκφρασης». Και όσο η ανθρωπότητα θα αισθάνεται την ανάγκη να αποκωδικοποιεί τον εσωτερικό πόθο σε λεκτικά σχήματα τόσο και η ποίηση λησμονημένη ή παραμελημένη θα συνταξιδεύει μαζί της.

Οι κριτικοί σ’ όλα τα είδη της τέχνης διαμορφώνουν το επίπεδο, κατακρεουργούν ή αποθεώνουν καλλιτέχνες. Τελικά πόση σημασία έχει η παρουσία κριτικών στους τομείς της τέχνης και κατά πόσο μπορεί να λειτουργεί αμερόληπτα αυτή, σε μια εποχή όπου τα πάντα διαβρώνονται;

Ένα άλλο ρήμα που θα τοποθετούσα εμβόλιμα μεταξύ «κατακρεουργούν ή αποθεώνουν» είναι το «μεταγράφουν» ή, τουλάχιστον, προσπαθούν να μεταγράψουν, με γνώμονα τις πνευματικές αποσκευές και την ιδιαίτερη ματιά τους πάνω στα πράγματα, τις λέξεις και τα νοήματα που υπαινίσσεται κάθε λογοτεχνικό δημιούργημα. Αν τώρα το πετυχαίνουν αυτό, εξαρτάται από πολλούς παράγοντες και όχι μόνο από τη φιλολογική δεινότητα του καθενός. Νομίζω πως το σημαντικότερο σε ό,τι κάνουμε είναι να γίνεται με τη λεπτότητα και την ευγένεια του πνευματικού ανθρώπου προς τον δημιουργό και την αγαπητική διάθεση προς το κείμενο ή εν γένει το καλλιτεχνικό δημιούργημα που καλείται να παρουσιαστεί. Στην εποχή μας θεωρώ ίσως καλύτερα να μιλάμε, στον χώρο του βιβλίου τουλάχιστον, για βιβλιοπαρουσιάσεις και όχι βιβλιοκριτικές. Χωρίς να φέρω στις πλάτες μου φιλολογικές σπουδές και χωρίς να έχω εντρυφήσει στην εγχώρια ή μη λογοτεχνική παραγωγή κριτικών κειμένων, παρατηρώ ωστόσο, μια τάση των σύγχρονων ποιητών (ή και μη) να μιλάνε, να γράφουν, να προτείνουν ποιητικές συλλογές άλλων ποιητών και αντιστρόφως. Αυτό δεν ξέρω αν σημαίνει πως όλοι γίναμε ειδήμονες για όλα, ή πως όλοι έχουμε την τάση να μεθερμηνεύουμε κάτι που μας αφορά, μας άγγιξε ή μας ζητήθηκε να μεθερμηνεύσουμε. Σημασία δεν παύει, ωστόσο, για μένα να έχει η αγαπητική διάθεση και η σοβαρότητα με την οποία προσεγγίζει ο καθένας το κείμενο, σε μια αέναη προσπάθεια μετατόπισης της ποιητικής συγχρονίας σε ποιητική διαχρονία.

Πείτε μου μερικά ονόματα που σήμερα, για σας, είναι άξιο να έχουν τον τίτλο του ποιητή.

Αν και θεολόγος, θα επιθυμούσα να απαντήσω με ένα μαθηματικό σύμβολο, αυτό του απείρου. Δεν ξέρω πραγματικά αν θα επαρκούσε να αριθμήσω ονόματα. Αν η ποίηση όπως προειπώθηκε έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα, όποιος συνεχίζει να ανασαίνει ποιητικά σε καιρούς ασθματικούς όπως (και) τους δικούς μας αξίζει να φέρει τον τίτλο του ποιητή.

Ο Κωστής Μοσκώφ στο βιβλίο του «Για τον Έρωτα και την Επανάσταση» γράφει ότι «η ποίηση είναι πράξη καιρών λυπημένων». Μπορεί η τέχνη πιστεύετε να κλείσει τις πληγές των ανθρώπων, μέσα σε μια ενδότερη υπαρξιακή διαλεκτική;

Αν μπορεί να τις κλείσει δεν ξέρω. Μπορεί να τις εντοπίσει. Είναι και αυτό μια ανακούφιση. Μπορεί να τις ανασκευάσει, να τις σχετικοποιήσει, εν τέλει να τις αναστρέψει. Όσο για την επούλωση, «μια παυσίπονη σταγόνα σ’ ένα ωκεανό λύπης» σύμφωνα με την ποιήτρια Κική Δημουλά, έχει κι αυτή και την αξία της και την αλήθεια της.

Πέρα από θεραπαινίδα της τέχνης είστε και ενεργεία εκπαιδευτικός- θεολόγος. Πώς κρίνετε τις αλλαγές που μεθοδεύονται στη διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών στην πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση;

Είμαι κοντά 13 χρόνια καθηγήτρια Μέσης Εκπαίδευσης και δη θεολόγος. Έχω διδάξει τα θρησκευτικά σε απομονωμένα νησιά, σε μεγαλουπόλεις, σε απομακρυσμένα χωριουδάκια και τώρα στην αλλοδαπή. Στη χρονική αυτή διαδρομή άλλαξαν (ευτυχώς) τα βιβλία σε μια προσπάθεια να επιτευχθεί το βασικότερο όλων – που είναι η διαμόρφωση ελεύθερων και υπεύθυνων πολιτών μέσω της κριτικής ανάπτυξης της θρησκευτικής συνείδησης. Επιπλέον στόχος είναι κι η καλλιέργεια του ήθους και της προσωπικότητάς τους ώστε να μάθουν να σέβονται και να συνυπάρχουν με κάθε θρησκευτική ετερότητα. Σ’ έναν συνεχώς μεταβαλλόμενο εκπαιδευτικό τοπίο, σε διαρκώς μεταβαλλόμενες σχολικές τάξεις με μαθητές που γνωρίζουν, αμφισβητούν, αναρωτιούνται, άλλοτε αποδέχονται και άλλοτε απορρίπτουν τις γνώσεις που τους δόθηκαν, μαθήματα που δεν πνίγουν την κριτική τους σκέψη και δε χειραγωγούν την παιδική ή εφηβική τους ορμή για δημιουργική αντιπαράθεση είναι απαραίτητα και αναγκαία. Δεν μπορώ να μιλήσω εκ μέρους όλων των θεολόγων, ούτε θα επιθυμούσα να σηκώσω αυτό το βάρος. Μπορώ να μιλήσω μόνο για μένα και τον τρόπο που προσπαθώ να μεταβιβάσω με απόλυτο σεβασμό προς την προσωπικότητα και τις ανάγκες των μαθητών μου τις καταγεγραμμένες ιστορικές αλήθειες της ανθρωπότητας δημιουργώντας θα έλεγα περισσότερα δημιουργικά ερωτηματικά παρά δίνοντάς τους «έτοιμες» απαντήσεις.

Η ποίηση τι ρόλο πιστεύετε πως θα έπρεπε να είχε στο εκπαιδευτικό μας σύστημα;

Ίσως σ’ ένα ιδεατό εκπαιδευτικό σύστημα να ήταν το μοναδικό μάθημα που δεν θα χρειαζόταν να μιλήσει ο καθηγητής. Με την αυτενέργειά τους στο 100% και τη διαδραστικότητά τους επίσης στα ύψη, οι μαθητές θα τοποθετούσαν τις απόψεις τους (μιλώ κυρίως για τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση όπου έχει ενεργοποιηθεί σε ικανοποιητικό επίπεδο η συναισθηματική ωρίμαση και η κριτική σκέψη των μαθητών) και θα προβληματίζονταν δημιουργικά ακούγοντας τις διαφορετικές απόψεις των συμμαθητών τους. Ίσως έτσι συνειδητοποιούσαν πως το ταξίδι της ευγενούς αντιπαράθεσης και της προσωπικής τοποθέτησης έχει μεγαλύτερη αξία από τη «σίγουρη» απάντηση.

Τελειώνοντας τη συνέντευξη θα ήθελα, αν δεν έχετε αντίρρηση, να χαριτώσετε τους αναγνώστες μας με ένα στίχο/ποίημά σας που έχει ιδιαίτερη σημασία για σας.

Ich bin

εν μέσω σκιών

στις φλέβες μου

το φως φέρω

δρόμος με περπάτησε

πέλματα οι παλάμες μου

σου το ‘πα

στα κόκκινα πορεύτηκα

με βλέμμα αγριεμένο

σου το ‘πα

μια θάλασσα με διατρέχει.

Συνέντευξη στον Ευθύμιο Ιωαννίδη

Δημοσιεύτηκε
01/10/2018 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου